- χλευασμοῦ
- χλευασμόςironymasc gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κορόιδο — το 1. αυτός που γίνεται αντικείμενο χλευασμού, ανόητος, χαζός 2. αυτός που εξαπατάται εύκολα 3. είδος παιχνιδιού με μπάλα 4. φρ. «μ έπιασε κορόιδο» με εκμεταλλεύθηκε 5. παροιμ. «ο λύκος άμα γεράσει γίνεται κορόιδο τών σκυλιών» ο ισχυρός, όταν… … Dictionary of Greek
πομπή — η, ΝΜΑ πανηγυρική ή θρησκευτική συνοδεία με τη συμμετοχή πολλών μαζί ανθρώπων (α. «πομπή Επιταφίου» β. «νεκρική πομπή» γ. «Διονύσῳ πομπὴν ἐποιοῡντο», Ηρακλ.) νεοελλ. 1. συνοδεία πολλών μαζί προσώπων ή οχημάτων 2. διαπόμπευση 3. ντροπή, αίσχος,… … Dictionary of Greek
έκκλητος — η, ο (AM ἔκκλητος, ον) ο άξιος χλευασμού ή διασυρμού μσν. νεοελλ. 1. το θηλ. ως ουσ. η έκκλητος η έφεση κληρικού ή μοναχού εναντίον αποφάσεως κατώτερων εκκλησιαστικών δικαστηρίων 2. το ουδ. ως ουσ. το έκκλητον το δικαίωμα αρχιερέως ή ανώτερου… … Dictionary of Greek
διατριβή — η (AM διατριβή) 1. διαμονή, παραμονή σ έναν τόπο 2. απώλεια, κατανάλωση χρόνου, χρονοτριβή, καθυστέρηση, αναβολή 3. ενασχόληση, απασχόληση με κάτι, επίδοση σε κάτι («είναι ανώφελη η διατριβή σ αυτά τα θέματα», «ἀργὸν ποιεῑσθαι ἐπὶ σεμνοῑσιν… … Dictionary of Greek
καταγέλαστος — η, ο (AM καταγέλα στος, ον) [καταγελώ] αυτός που είναι αντικείμενο χλευασμού, ο γελοίος (α. «σηκώθηκε να μιλήσει και έγινε καταγέλαστος» β. «φοβοῡμαι οὔ τι μὴ γελοῑα,... ἀλλὰ μὴ καταγέλαστα», Πλάτ.). επίρρ... καταγελάστως (Α) με καταγέλαστο τρόπο … Dictionary of Greek
καταγελάσιμος — καταγελάσιμος, ον (Α) [καταγέλασις] ο άξιος χλευασμού … Dictionary of Greek
μυκτηρισμός — ο (ΑΜ μυκτηρισμός, Α και μυκτηριασμός) [μυκτηρίζω] 1. εμπαιγμός, χλευασμός, σαρκασμός 2. πειρακτικός λόγος αρχ. 1. (στους ρήτορες) είδος ειρωνείας 2. αντικείμενο χλευασμού 3. απάτη, εξαπάτηση … Dictionary of Greek
μώμος — Θεός των αρχαίων Ελλήνων, προσωποποίηση της χλεύης. Λέγεται ότι πέθανε από τη λύπη του, επειδή όσο και αν έψαξε δεν κατάφερε να βρει καμιά ατέλεια στην Αφροδίτη. Ο Μ. κρατούσε ραβδί που η πάνω άκρη του κατέληγε σε κεφάλι γυναίκας. * * * ο (Α… … Dictionary of Greek
παγκαταγέλαστος — παγκαταγέλαστος, ον (Μ) 1. αυτός που είναι αντικείμενο γενικού χλευασμού, καταγέλαστος 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ παγκαταγέλαστον η ιδιότητα τού παγκαταγέλαστου. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + καταγέλαστος] … Dictionary of Greek
περιγέλασμα — το, Ν [περιγελώ] 1. συμπεριφορά περιφρονητική και κοροϊδευτική σε βάρος κάποιου, χλεύη, εμπαιγμός 2. το αντικείμενο χλευασμού, τής κοροϊδίας, ο περίγελος («έγινε περιγέλασμα τού κόσμου») … Dictionary of Greek